πολυπλοειδία

πολυπλοειδία
η, Ν [πολυπλοειδής]
βιολ. η κατάσταση τών σωματικών κυττάρων, ιστών ή ατόμων, τα οποία έχουν χρωμοσωμικό αριθμό πολλαπλάσιο τού απλοειδούς (n) ανώτερο τού 2, σε είδη όπου η διπλοειδία είναι φυσιολογική κατάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολχικίνη — Ουσία φυτικής προέλευσης, που ανήκει στα αλκαλοειδή. Εξάγεται από διάφορα μέρη (σπόροι, βολβοί κ.ά.) του φυτού κολχικό το φθινοπωρινό, της οικογένειας των λειριιδών, από το οποίο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1820. Η κ. έχει απομονωθεί και από… …   Dictionary of Greek

  • πλοειδία — ἡ, Ν ο αριθμός πολλαπλασίων τών απλών χρωματοσωμάτων ενός κυττάρου ή ενός οργανισμού, εκφραζόμενος με το σύμβολο Ν, ὁπως λ.χ. διπλοειδία, πολυπλοειδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ploidy, τ. σχηματισμένος από λ. όπως di ploidy (< διπλός + ειδής*),… …   Dictionary of Greek

  • πολυπλοειδισμός — ο, Ν βιολ. η πολυπλοείδία …   Dictionary of Greek

  • πολυπλοειδοποίηση — η, Ν βιολ. φυσικός ή τεχνητό πολλαπλασιασμός τού αριθμού τών χρωματοσωμάτων που καταλήγει στην πολυπλοείδία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”